- μοιχαλλοίωτοι
- μοιχαλλοίωτοι, οἱ (Μ)αυτοί που άλλαξαν τα ήθη και τις πεποιθήσεις τους, ώστε να εγκρίνουν τον παράνομο τέταρτο γάμο τού μοιχού βασιλιά Κωνσταντίνου ΣΤ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ἀλλοιῶ, -όω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… … Dictionary of Greek